προσεπεξεργάζομαι

προσεπεξεργάζομαι
Α
1. επεξεργάζομαι κάτι συμπληρωματικά ή περισσότερο, διασκευάζω επιμελώς εκ νέου
2. ολοκληρώνω κάτι
3. (καθ.) προστίθεμαι επί πλέον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προσεπεξεργαζόμενος — προσεπεξεργάζομαι complete still more perfectly pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεπεξεργάζεσθαι — προσεπεξεργάζομαι complete still more perfectly pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεπεξεργασία — ἡ, Α [προσεπεξεργάζομαι] 1. επιπρόσθετη ή εκ νέου επιμελής επεξεργασία 2. η εκ νέου διασκευή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”